σκύτευσις

σκύτευσις
σκῡτ-ευσις, εως, ,= σκυτεία, Arist.EE1219a21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκύτευσις — εύσεως, ἡ, Α [σκυτεύω] η πράξη τού σκυτεύω, η κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία …   Dictionary of Greek

  • σκυτεύσεως — σκυτεύσεω̆ς , σκύτευσις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”